- νοβακκίζειν
- νοβακκίζειν· τὸ ὀρχούμενον τοῖς δακτύλοις ἐπιψοφεῖν· σεισμὸς Νιόβη, Phot. (cf. Nauck TGFp.51).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νοβακκίζειν — (Α) (κατά τον Φώτ.) «τὸ ὀρχούμενον τοῑς δακτύλοις ἐπιψοφεῑν σεισμὸς Νιόβης» … Dictionary of Greek